Πολλοί ασθενείς που παραποιούνται ότι δυσκολεύονται να κοιμηθούν δεν υποφέρουν από αϋπνία, αλλά από μια διαταραχή του κιρκαδιανού ρυθμού που ονομάζεται διαταραχή καθυστερημένης κιρκαδιανής φάσης.
Ο κιρκαδιανός ρυθμός είναι η βιολογική διαδικασία που καθορίζει το πότε θα κοιμηθεί κανείς και ποτέ θα είναι ξύπνιος. Σε νυκτόβια ζώα, η περίοδος έντονης δραστηριότητας είναι το βράδυ ενώ η περίοδος ανάπαυσης το πρωί. Στον άνθρωπο η περίοδος ανάπαυσης είναι της βραδινές ώρες, ενώ η περίοδος έντονης δραστηριότητας είναι το πρωί.
Δεν βρίσκονται όλοι οι άνθρωποι ακριβώς στην ίδια κιρκαδιανή φάση. Υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν να ξεκινήσουν την ημέρα τους στις 5 το πρωί και άνθρωποι προτιμούν ξεκινούν στις 12 το μεσημέρι, ωστόσο οι περισσότεροι βρίσκονται στον ενδιάμεσο αυτών των ακραίων.
Ζώντας σε μια κοινωνία που υπάρχει σταθερά προτίμηση για τα πρωινά ωράρια όπου οι περισσότερες δουλείες και σχολεία ξεκινούν μεταξύ 7 και 9 το πρωί, οι άνθρωποι με τάση να ξυπνούν αργά δυσκολεύονται να λειτουργούν στο μέγιστο της απόδοσης τους.
Τα συμπτώματα της διαταραχής καθυστερημένης κιρκαδιανής φάσης περιλαμβάνουν : δυσκολία στον να ξυπνήσει κάποιος στην ώρα του, κούραση και υπνηλία στην διάρκεια της ημέρας, δυσκολία να κοιμηθεί το βράδυ και μειωμένη λειτουργικότητα.
Η κλινική εικόνα της διαταραχής αλλάζει ανάλογα με τις κοινωνικές υποχρεώσεις. Σε ασθενείς που πρέπει να ξυπνήσουν υποχρεωτικά το πρωί μπορεί να δούμε συμπτώματα στέρησης ύπνου ειδικά τις καθημερινές και προσπάθεια υπεραναπλήρωσης του ύπνου τις ημέρες χωρίς πρωινές υποχρεώσεις. Αντίθετα, σε ασθενείς χωρίς πρωινές υποχρεώσεις βλέπουν ότι αργούν να ξυπνήσουν, καθυστερούν να κοιμηθούν και το πρόγραμμα ύπνου τους χαλάει κάθε φορά που υπάρχουν πρωινές υποχρεώσεις. Καθώς συχνά αυτοί οι ασθενείς δεν καλύπτουν τις ανάγκες τους για ύπνου, βλέπουμε ότι επιδεινώνονται και άλλες διαταραχές ύπνου που ίσως υπάρχουν όπως το να μιλάνε στον ύπνο τους ή να υπνοβατούν.
Η διάγνωση της διαταραχής απαιτεί την κλινική εκτίμηση και/ή την καταγραφή ενός ειδικού ημερολογίου ύπνου, την ακτιγραφία και την μελέτη ύπνου. Αφού γίνει η σωστή διάγνωση, μπορούν να γίνουν παραβάσεις και να δωθούν οδηγίες ώστε να μπορεί κάποιος να διαχειριστεί τα συμπτώματα της διαταραχής.